17/1/15

Πόσο βρεγμένο ήταν ακόμα..

Χθες μας σύστησαν. 
Τρία χρόνια στην Ελλάδα. 
Χαμογελάσαμε και σφίξαμε τα χέρια.
Συγκαταβάσεων σμίξη 
ποιος ξέρει σε ποιο μέλλον τάχα κοινό..

Ένιωσα το χέρι του μούσκεμα κι αλμυρό 
Κοιταχτήκαμε. 
Ένα πέλαγος στα μάτια, ένας ωκεανός το βλέμμα 
Ωκεανός βαθύς, σκοτεινός, χαοτικός. 
Εκδικητικός λες 

Θα μου 'πε και κάτι φιλικό φαντάζομαι
μα εγώ ήμουν ήδη..

Στην τρικυμία, στο χαμό, στα ουρλιαχτά. 
Σε κλάματα μωρών που χάνονταν απ' αγκαλιές μανάδων αλλοφρόνων. 
Σε παντελόνια αντρικά απελπισμένα, βρεγμένα πριν απ' το νερό, από φόβο. 
Σ' αφρούς γεμάτους διαβατήρια κι έγγραφα ταυτοποίησης 
χαμένα ή πεταγμένα (τι διαφορά;)
ζωών ασήμαντων, ζωών ηρώων, ζωών ναυαγών. 
Ήμουν σε μπράτσα κουπιά ατσαλένια, 
που πάλευαν να σώσουν κορμιά εξουθενωμένα 
χιλιάδες μίλια βάσανα κι ελπίδες στοιβαγμένα 
σε σάπια δουλεμπορικά. 

Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας, 
παγωνιά,
ο βοριάς λυσσομανούσε.
Αστραπιαία με πήρε και με πέταξε, συντρίμμι σωστό, πίσω μακρυά. 

Είδα φίλους, σπίτια, συγγενείς, 
φτωχικές αυλές  με λουλουδάκια φροντισμένα από χέρια πονεμένα.
Δόντια είδα κατάλευκα σε διάπλατα χαμόγελα, άκουσα γέλια γάργαρα, πηγαία 
Είδα σαμπρέλες ρόδες να τσουλάνε σαν τρελές χρόνια παιδικά
Είδα κι οικογενειακά συμβούλια αμίλητα 
και συμφωνίες κρυφές με μάτια χαμηλωμένα
Πολλά είδα, υπάρχοντα να ξεπουλιούνται για τ' απαραίτητα λεφτά
Χέρια να δίνονται κάτω από το τραπέζι. 
Οκ να ψιθυρίζονται, για ξενιτιά  

Κατάλαβε πως κάπου αφαιρέθηκα και μου 'πε:
"Κύριε Ανέστη, ας πιούμε ένα ποτηράκι"

Κοιτούσα τη ροή του κρασιού και ακόμα ναυαγούσα στο χέρι του
Mετά από τόσον καιρό, 
πόσο βρεγμένο ήταν ακόμα..

Δεν υπάρχουν σχόλια: