5/12/07

Καμικάζι !


Μ αρέσει να οδηγώ μηχανή κάθε που βρέχει το χειμώνα. Ιδίως νύχτα. Όχι με φόβο και προσεχτικά αλλά με ταχύτητα, με πάθος κι ηδονή πρωτόγνωρη κάθε φορά. Κουράστηκα πια να φοβάμαι. Κουράστηκα να ‘μαι πάντα «προσεκτικός». Μ ‘αρέσει να ακροβατώ και να ρισκάρω. Δε με καλύπτει πια η πλήξη της σιγουριάς και της ασφάλειας .Οι βεβαιότητες με κρατούν λίγο.. Μέσα απ τη ζελατίνα του κράνους τρυπώνει ο άνεμος, μου ξυπνά τις αισθήσεις και με κάνει να δραπετεύω από κάθε σύμβαση κι ανία.

Στα 30 δευτερόλεπτα των φαναριών ονειροπολώ πιο ξύπνιος από ποτέ -νομίζω-. Οι οδηγοί από πίσω, μου κορνάρουν κι αυτοί βιαστικά. Μαρσάρω και ξεκινώ .
Οι άλλοι συνήθως με βρίζουν.
Ο μουσκεμένος δρόμος της νύχτας αντανακλά από μακριά τα πράσινα και κόκκινα φώτα των φαναριών που έπονται ,σκοπεύοντας να με τιθασέψει. Μάταια! Έτσι κι αλλιώς το πορτοκαλί είναι το χρώμα που αγαπώ πιο πολύ να καθρεφτίζεται πάνω του. Ο ίλιγγος που η φωτεινή του ριπή μου διαπερνά νου και στομάχι ,με συγκλονίζει. Θα το προλάβω η όχι;
Τα όνειρα μου παίρνουν απ’ το χρώμα του ουσία και ξαναγίνομαι ξένοιαστο παιδί μετά από χρόνια.
Σαν «ανοιχτώ» στη λεωφόρο η στην εθνική τα χέρια μου ολόγυμνα στο τιμόνι καταπαγώνουν. Οι στάλες της βροχής με την ορμή της ταχύτητας μου, πέφτουν σαν χιλιάδες παγωμένες ατσάλινες λεπίδες στα δάχτυλα και τα χαράζουν. Στρίβω τη χούφτα μου λίγο μπρος ,λίγο πίσω, να σημαδευτώ απ’ όλες τις μεριές.
Σφίγγω τα μάτια για να δω πιο καθαρά. Δάκρυ απ’ τον άνεμο δεν τρέχει μέσα απ’ το κράνος μα εγω το νιώθω. Εξομολογούμαι τα λάθη μου και συχωριέμαι απ’ τ’ αστέρια της νύχτας. Διασχίζω με ορμή τις λίμνες των δρόμων και βαφτίζομαι σηκώνοντας σιντριβάνια εξιλέωσης στο πέρασμα μου. Γίνομαι παπί από πάνω μέχρι κάτω κι αναγεννιέμαι. Νοιώθω την παγωνιά στο μουσκεμένο μου παντελόνι να μου πιρουνιάζει τους μηρούς και θέλω κι άλλο. Πρέπει να υποφέρω για ν’ αλλάξω. Νοιώθω την αδυναμία και την μικρότητα μου έναντι της μεγαλοσύνης του σύμπαντος κι έρχομαι πιο κοντά στο άπειρο.
Ανεβαίνω την ανηφόρα και όταν καμιά φορά νιώσω την πίσω ρόδα να "φεύγει" είναι σαν να προσφέρω θυσία στην ευτυχία .Φτάνω στην κορυφή της γέφυρας και χαζεύω τα φώτα της πόλης στον απέναντι λόφο σαν να τ’ αντικρίζω για πρώτη ή για τελευταία φορά.
Κατεβαίνω τη γέφυρα ανεβάζοντας ταχύτητα. Στα εκατόν είκοσι χλμ έχω υπολογίσει πολλές φορές πως περνάω χωρίς να μειώσω καθόλου δυο συνεχόμενα φανάρια. Τα αυτοκίνητα μένουν πίσω μου και εγώ θριαμβευτής πανηγυρίζω. Τρέχω αναβοσβήνοντας τα μεγάλα φώτα αδιάκοπα να τους δείξω πως τίποτα δε με σταματά. Ουρλιάζοντας από ανεξήγητη χαρά υφαρπάζω κάθε απόλυτη προτεραιότητα και διασχίζω τις διασταυρώσεις πέρα ως πέρα. Χωρίς να το καταλαβαίνω πέφτω κάθε φορά ακριβώς στις ίδιες λακκούβες του δρόμου σαν να ‘χουμε ραντεβού αλλά δε με νοιάζει η φθορά...
Δεν παρακολουθώ πια εύκολα τους καθρέφτες...

Λένε πως, πάνω στη μηχανή ,το κρύο του αέρα και το νερό προκαλούν στις κινήσεις του κορμιού ακαμψία θανάτου.
Δε μ’ αγγίζει τίποτα ! Ας είναι κι έτσι. Μέχρι τότε θα παίζουμε κρυφτό και θα νικάω!

Δεν υπάρχουν σχόλια: