Εφυγε ο "τρελο" Στέφανος της γειτονιάς μας, της καρδιάς μας, των νεανικών μας αναμνήσεων στην Κοκκινιά.
Είχε 3 παιδιά εκ των οποίων το ένα έχει πεθάνει. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στη συμβολή Θηβών και Αργυροκάστρου, σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Yπο αδιευκρίνηστες συνθήκες χτυπήθηκε από αυτοκίνητο Ι.Χ στον δρόμο όπου έμενε. Εργαζόμενοι καφετέριας τον μετέφεραν στο Ασκληπιείο της Βούλας, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
" Σε μια όμορφη συνοικία του Πειραιά, όπου η λέξη γειτονιά δεν είχε χάσει το νόημά της, ζούσε ο Στέφανος με το παρατσούκλι ‘’ο τρελός με το μπαλάκι’’!
Ήταν ένας τύπος που χειμώνα καλοκαίρι ήταν ντυμένος με κοντομάνικο, σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια με μία ή δύο κάλτσες αναλόγως με τα κέφια του. Κυκλοφορούσε όλη μέρα με ένα σακίδιο στη πλάτη και με ένα μπαλάκι στο χέρι το οποίο χτυπούσε με δύναμη στο δρόμο για να φτάσει όσο πιο ψηλά γινόταν, σαν να είχε πάρει μέρος σε έναν άτυπο διαγωνισμό.
Οι κάτοικοι τον ήξεραν καλά και κάποιοι του έδιναν φαγητό, τσιγάρα ή απλά έπιαναν κουβέντα μαζί του έτσι για να γελάσουν.
Ο Στέφανος καταλάβαινε τι γίνεται πίσω από την πλάτη του, μα δεν έδινε σημασία.
Ένα χαρακτηριστικό του ήταν η δυνατή φωνή του. Αυτός ο άνθρωπος δε μιλούσε, φώναζε!!!! Ζούσε σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι πίσω από κάποιο μικρό πάρκο. Ένα σπίτι που είχε ο ίδιος διακοσμήσει εξωτερικά με διάφορα συνθήματα δικής του έμπνευσης. Χρησιμοποιούσε πάντα κιμωλία για να μπορεί να γράφει και να σβήνει εύκολα. Συνήθως έγραφε για το Θεό, για τη φύση και γενικά διάφορα αποφθέγματα, που μερικές φορές κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.
Κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες για το παρελθόν του, μα οι περισσότερες ήταν μύθοι. Η πιο πειστική απ’ όλες, ίσως ήταν εκείνη που έλεγαν οι παλαιότεροι. Πως τάχα ήταν ναυτικός και πως είχε ταξιδέψει πολύ. Πως αργότερα αγάπησε μια γυναίκα που όμως τον πρόδωσε και από τότε του είχε ΄΄ στρίψει΄΄ λιγάκι…… Όμως κανείς δεν επιβεβαίωσε ποτέ κάτι τέτοιο.
Αυτό όμως, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε όποιον τον έβλεπε, ήταν το φωτεινό του βλέμμα. Με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα κοιτούσε επίμονα τους ανθρώπους, τον καθένα ξεχωριστά και πάντα είχε να πει κάτι για όλους, ακόμα και για αυτούς που τους έβλεπε πρώτη φορά.
Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν τα παιδιά. Όταν έβλεπε παιδιά τα πλησίαζε και τα χάιδευε στο κεφαλάκι τους λέγοντας χαρακτηριστικά: ‘’Να, ο Θεός σας μιλάει…. Μέσα από αυτά τα παιδιά…. . αλλά εσείς δεν ακούτε, τίποτα δεν ακούτε.’’
Μερικές φορές θύμιζε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που φώναζε συνεχώς για τη μετάνοια των ανθρώπων και για τον ερχομό του Μεσσία. Έτσι κι αυτός, φώναζε δυνατά και μιλούσε για το Θεό και για τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Κάθε πρωί, η πρώτη του στάση ήταν στο φούρνο της γειτονιάς. Έμπαινε με φόρα και φώναζε καλημέρα! Μετά ζητούσε μια τυρόπιτα που κανείς δεν τολμούσε να του αρνηθεί και ξεκινούσε την περιοδεία της ημέρας. Πάντα βέβαια με το σακίδιο στην πλάτη και το μπαλάκι στο χέρι.
Ακόμα και όταν περπατούσε φώναζε τις σκέψεις του. Έτσι ήταν σαν να παραμιλούσε μονίμως και γι’ αυτό άλλωστε τον αποκαλούσαν ‘’τρελό’’.
Συνήθως, φρόντιζε να σταματάει σε όποιο καφενείο βρισκόταν στο δρόμο του γιατί εκεί υπήρχε πρόσφορο έδαφος για συζήτηση. Οι άνθρωποι εκεί είχαν χρόνο να τον ακούσουν, να του απαντήσουν και να διαφωνήσουν ακόμα με τα λεγόμενα του, κάτι όμως που του άρεσε. Αυτό που του άρεσε επίσης ήταν το γεγονός ότι τον κερνούσαν και κανένα κρασάκι, καμία μπυρίτσα και φυσικά το απαραίτητο τσιγαράκι. Άλλωστε εκείνος ζούσε χωρίς χρήματα. Δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και ήταν ευτυχισμένος. Αν τον ρωτούσε κανείς πώς τα καταφέρνει να ζει χωρίς δουλειά, χωρίς κανέναν δικό του άνθρωπο, εκείνος απλά κοιτούσε ψηλά και έκανε το σταυρό του.
Και πραγματικά ο κόσμος απορούσε, πώς αυτός ο άνθρωπος που ήταν σίγουρα πάνω από 50 χρονών, κατάφερνε να ζει τόσο απλά, με τόσα λίγα αγαθά και επιπλέον δεν αρρώσταινε ποτέ κι ας φορούσε τα ίδια ρούχα χειμώνα καλοκαίρι. Πάντως κοιτώντας το φωτεινό του βλέμμα θα σου πέρναγε από το μυαλό πως μπορεί να ήταν τελικά και καθαρά δική του επιλογή αυτός ο τρόπος ζωής.
Όλοι έλεγαν πως τουλάχιστον ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε με το δικό του διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στους άλλους, χωρίς να νιώθει μειονεκτικά για κάτι. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά για εκείνον και έδειχνε πάντα χαρούμενος και ευτυχισμένος, σαν να είχε όλο τον κόσμο στα χέρια του. Κι ας μην είχε τίποτα, παρά μόνο ένα μπαλάκι και μια κιμωλία. Μα και ένα πνεύμα ανήσυχο, που τον έκανε να ξεχωρίζει με αλλόκοτο τρόπο για τους περισσότερους.
Ήταν ο Στέφανος, ο τρελός με το μπαλάκι, ο φωνακλάς σοφός που για όλα είχε μια απάντηση. Ο καλλιγράφος καλλιτέχνης του δρόμου, ο άστεγος της γειτονιάς που μιλούσε για το Θεό, ένας κατά τα άλλα συνηθισμένος τρελός άνθρωπος……. Ή μήπως όχι;;; "
Το κείμενο της Αλεξάνδρας Πλεξουσάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου