9/3/10

Η καρδια

Eσκυψε μεσα στον καδο σκουπιδιων. Εβαλε τα χερια της και αρχισε να ψαχουλευει. Το στομαχι την ποναγε. Το κουρελι της κοκκαλωμενο απο τη μακα. Το καλτσον της εμπαζε απ τις τρυπες παγωνια και περιφρονηση. Φτωχη σοδια αποψε. Κατι ψαροκοκκαλα ολα κι ολα και μια χαλασμενη πιπερια. Ουτε μισο χαμπουργκερ, ουτε μια φετα μπαγιατικο χωμι. Εκανε κρυο. Τα δαχτυλα συνεχισαν να ψαχουλευουν. Τιποτα, κι ομως, κατι της ελεγε πως καπου στον πατο του καδου κατι υπηρχε για κεινη. Αλλωστε το βλεπε. Αχνα μα το βλεπε. Ενα αχνο ζεστο κοκκινο φως εκει στο βαθος. Ανυπομονουσε τωρα πια. Αρχισε να σκαλιζει ολο και πιο γρηγορα. Αρχισε να ιδρωνει παρα το κρυο. Χρατς χρουτς πεταγε τις σακκουλες δεξια κι αριστερα ολο και πιο γρηγορα.Εκανε χωρο να δει. Να το εντοπισει. Το φως ηταν εκει. Κατω κατω. Καπου καπου σηκωνε το κεφαλι κι εριχνε μια βιαστικη ματια πισω της μηπως τη κοιταζει κανεις. Μια τρελλη ενα κρυο βραδυ στα σκουπιδια θα τραβαγε την προσοχη. Οχι των περαστικων αλλα των αλλων. Των ανταγωνιστων της. Χρατς χρουτς... εσταζαν ζουμια και μουχλα τα χερια της. Κι ομως ηταν εκει το φως. Κοκκινο ζεστο δικο της. Ενα αυτοκινητο περασε ξυστα. Μια βρισια την ελουσε μα εκεινη ακομα πιο αποφασισμενη συνεχισε να ψαχνει. Εφτασε στον πατο. Τιποτα. αδειος. Εμεινε μαρμαρωμενη να τον κοιταει. Τι στο διαολο ηταν παλι και τουτο. Τιποτα δεν υπηρχε . Τα σκουπιδια τραβηγμενα στο πλαι, ο πατος γυμνος, το φως ομως εκει, ζεστο και κοκκινο. Εμεινε σκυμμενη ωρα να σκεφτεται. Ο συντροφος της σε λιγο της φωναξε απ την αλλη γωνια. Ζωη! Ε ζωη! Ζωιτσααα! Ουτε που γυρισε να τ απαντησει. Την πλησιασε. Συγκαταβατικα την ακουμπησε στον ωμο και της ψιθυρισε. Ελα μωρο μου, δεν πειραζει, παμε . Παμε παρακατω. Της χαιδεψε για μια στιγμη τα μαλλια κι εσκυψε προς το μερος της να την φιλησει. Εκεινη παγωμενη του εγνεψε τον πατο του καδου. Εκεινος κοιταξε μεσα μα δεν ειδε τιποτα το παραξενο. Ελα μωρο μου της ειπε, παμε κανει κρυο αποψε. Εκεινη ομως ακουνητη. Μα δε βλεπεις το φως τον ρωτησε. Ειναι κοκκινο και ζεστο. Ειναι μια καρδια εκει μεσα ζωντανη. Δεν τη βλεπεις? Τρομαξε ο συντροφος της .Μα τι λες καρδια μου της ειπε. Δεν ειναι τιποτα εκει μεσα. Κι ομως του απαντησε εκεινη. Κι ομως ειναι μια καρδια ζωντανη ζεστη και κοκκινη. Της ξαναχαιδεψε τα μαλλια μα δεν προλαβε να κανει κατι αλλο. Εκεινη εκλεισε τα ματια της και ησυχα ησυχα εγειρε στον ωμο του. Εκεινος της σκουπισε τα μαγουλα απο το δακρυ που χε τρεξει, την πηρε αγκαλια και αρχισε να προχωραει μεσ τη πολη.

2 σχόλια:

akrat είπε...

έξοχο

phlou...flis είπε...

Δε ξέρω αν περιγράφεις την πραγματικότητα αλλά πραγματικότητα είναι οι άνθρωποι που ψάχνουν σε κάδους. και πληθαίνουν επικίνδυνα