28/8/08

Το απλο απλα χανεται...(μια ωραια μερα).

Ξυπναω -οπως καθε πρωι ετσι και σημερα νωρις νωρις κατα τις εφτα- και κατεβαινω στην παραλια. Το γωνιακο (στη μια ακρη της αμμουδιας) καφε-ζαχαροπλαστειο ειναι ακομα σε φαση αναδιοργανωσης μετα τις χθεσινοβραδυνες πιενες του.
Προχωρω για μια βολτα ως την απεναντι ακρη της σχεδον ερημης ακομα παραλιας.Η θαλασσα, συμμετεχοντας στην δικη μας ανθρωπινη δυσκολια να ξυπνησουμε μονομιας, ειναι λαδι .Η πρωινη δροσια της γινεται ολοφανερη στις ανθρωπινες αισθησεις. Καποιος κολυμπα ηδη εκει στα βαθια της. Μοιαζει εντελως ακινητος .Κι αυτος φαινεται εκστασιασμενος απο το πρωινο της μεγαλειο.Μενει εκει,για ωρα, παραδωμενος στα ευεργετικα της χαδια.Λιγο πιο περα απο μενα ενας ντοπιος μαζευει χαρτια και γοπες απο την αμμο και κατι μουρμουραει κατω απ το παχυ μουστακι του.
Καμμια δεκαρια πουλακια κανουν τις πρωινες τους εξορμησεις , άλλα δοκιμαζοντας χαμηλες πτησεις πανω απ το κεφαλι μου κι άλλα τσιμπολογωντας στην αμμο ψιχουλακια, μαρτυρες των χθεσινοβραδινων τσιπουροκατανυξεων.
Επιστρεφω για καφεδακι.
.
Ο πατερας του καφεζαχαροπλαστη ο κυρ Αλεκος (με τον οποιο ειχαμε γνωριστει με το που φτασαμε στο χωριο την πρωτη μερα) μαζευει τα γερικα συκα που'χουν πεσει απ'το τεραστιο δεντρο του καταστηματος κατω στην αμμο. Ογδοντα πεντε χρονων ο κυρ Αλεκος. Ντουρος και κοτσωνατος. Αεικινητος κι ακουραστος, παντα απασχολημενος με κατι. Απο τις εξι παρα το πρωι ως αργα το βραδι παντα κατι κανει. Πότε με τα αμετρητα πανεμορφα λουλουδια των κηπων του, με τις ντοματες του και τα λοιπα ζαρζαβατικα του. Πότε με τα δυο αγαπημενα του λαμπραντορ, δωρα του γιου του.... Πότε με τη φροντιδα των νοικαραιων του στα ενοικιαζομενα δωματια που με μερακι καταπιανεται τα τελευταια χρονια βοηθωντας τα παιδια του.
Πιανουμε την κουβεντα . Για το χωριο, για την ζωη στην επαρχια, για τις ελιες, για το σκληρο χειμωνα, για τους νεους που εφυγαν ολοι για τις πολεις.
Χαιρετιωμαστε προσωρινα και καθομαι για καφεδακι στο τραπεζακι κατω απ τη συκια. Κανω κανα δυο απο τα πρωτα τσιγαρα της ημερας μονος απολαμβανοντας την γαληνη της ωρας , του πελαγου και του οριζοντα.

Στη διπλανη ψαροταβερνα δεκα-δεκαπεντε μετρα απεναντι μου ,καταφτανουν αγουροξυπνημενοι οι δυο βορειοηπειρωτες σερβιτοροι . Παντα πριν απο το αφεντικο για να προλαβουν να απολαυσουν το πρωτο φραπεδακι της ημερας. Η δουλεια στη συνεχεια θα'ναι πολλη, το προγραμμα βαρυ. Αυγουστος βλεπεις. Ως τις δυο και τρεις τα ξημερωματα φτανουν καθε μερα,κι αυτες οι πρωινες ανασες ψυχης δινουν πολυ κουραγιο και δυναμη. Το μεροκαματο βεβαια βγαινει αν τους ρωτησεις και οσο για ολα τ'αλλα..."εχει ο θεος" σου απαντουν.

Να σου κι ο Σακης απ το σκαφος του την "Ματουλα" καταφτανει με τον Νερι , το αυτοκολλητο σκυλακι του .Η μεγαλη του αδυναμια και μονιμη συντροφια του σε καθε πηγαινελα στα απεναντι νησια.Ο Σακης ειναι το μοναδικο ..."θαλασσιο ταξι" της περιοχης. Καθε μερα κανει μοναχα τρεις τεσσερις διαδρομες κι οποιος προλαβει προλαβε."Α, δεν ειμαι εγω για παραπανω" λεει ο ιδιος. "Τοσα μου φτανουν για τσιγαρα, λιγο φαγητο και τα ουισκακια της ημερας".
Καλημεριζομαστε, καθεται στο διπλα τραπεζι και παραγγελνει. Διπλο βαρυ και μετριο. Δε λεμε πολλα . Ειναι νωρις για περιττες κουβεντες. Τις φυλαμε για τη νυχτα καλυτερα.
Η ωρα προχωρα. Εννια παρα τεταρτο. Οι δυο τρατες του χωριου πλευριζουν απεναντι στο μωλο. Ξαφνικα λες κι ειναι αυτο το συνθημα για ολους,το χωριο ζωντανευει. Ο Χαρουλης το "αφεντικο" της ταβερνας τρεχει να παραλαβει την ψαριά της ημερας. Το ιδιο κανουν κι αλλοι αντρες του χωριου, για τις αναγκες των σπιτιων τους αυτοι. Στο μπακαλικο-μινι μαρκετ που μολις ανοιξε, ο κυρ Θυμιος βγαζει εξω τα τελαρα του.Μια "κλουβα" καταφτανει με νεα εμπορευματα. Σχεδον ταυτοχρονα, τρεις τεσσερις κυριες μαζευονται με μιας να προλαβουν να διαλεξουν "τα καλυτερα".
Παραδιπλα στα τουριστικα ειδη τα σταντς με τις καρτ ποσταλ παιρνουν κι ολας τις θεσεις τους στον τσιμεντενιο εξωστη ακριβως πανω στην αμουδια .
Ακολουθουν οι χαρτες , τα σφουγγαρια και τα αλλα διακοσμητικα σουβενιρ.
Οι πρωτοι λουομενοι στρωνουν τις πετσετες τους πανω στις λιγοστες ξαπλωστρες με αγχος φερμενο προφανως απ την πολη, μη τυχον και δε πιασουν τη θεση την καλη. Μαχμουρληδες και κακοθυμοι φαινονται γι αυτη την πρωινη τους υποχρεωση.
.
Ο κυρ Αλεκος τους κοιταει και χαμογελα με νοημα. "Το 'χουν χασει το νοημα της ζωης..." μου απευθυνει και εγω δε ξερω τι ν'απαντησω. Δε , δε... κατι προσπαθω να του πω, μα μου ξαναλεει: "Εδω ειναι η ζωη , εδω κι η ευτυχια. Ειναι πολυ απλο. Αλλα βλεπεις, το απλο, απλα χανεται. Κι οταν χαθει... αστα καλυτερα. Δυσκολα πραγματα για τους συχρονους αθρωπους".
Τι λεει, αναρρωτιεμαι. Τι εννοει εδω? Που εδω? Πως χανεται απλα το απλο? Κι αμα χαθει τι; Tι υπαρχει μετα το... "κι αμα χαθει..." ?
Με καταλαβε μαλλον που σκεφτομουν τα λογια του και για να με "ξυπνησει" ισως ή μηπως για να με προβληματισει ακομη πιο πολυ , δεν καταλαβα, μου προσφερει ενα συκο."Φαε", μου λεει. "Αυτη τη γλυκα να την θυμασαι. Λιγα ειναι ετσι. Δουλεμενο απ την αλμυρα του πελαου κι απ τα αμετρητα τα κυμματα, τα σπασμενα στα βραχια που κρατανε τις ριζες του.
Τα βραχια κρατουν τις ριζες του! Τα κυμματα τις σπουν. Μα τα βραχια τις κρατουν! Αυτο το δεντρο ειναι αλλιωτικο απο τ'αλλα. Φαε το λοιπον και πες μου".
Εκοψα το συκο στη μεση και καθως εκεινος με κοιτουσε με κεινο το ιδιαιτερο χαμογελο του, με μια δαγκωνια σα πρωτογονος ανθρωπος γευτηκα τη σαρκα του. "Κοινωνησες τωρα με τις κουβεντες που 'παμε ?" με ρωτησε.
Εκλεισα τα ματια για μια στιγμη και εκανα να πω, ναι... κοινωνησα. Μα ο κυρ Αλεκος ηδη ανηφοριζε το σοκκακι για το σπιτι του. Ειχε υποσχεθει της κυρας να καθαρισει τα φασολακια που 'χανε για μαγειρεμα και δε μπορουσε παρα να το κανει.

"Ααα! Παναζία μου!" Ουρλιαξε σχεδον απ' τη χαρα της η κυρια Ελενη η κρητικια σπιτονοικοκυρα μου. "Χρυσουλα μου, καλη μου! Μανα μου, ιντα εκπληξη ειναι τουτη! Ελενη μουουου!" της ανταπαντησε η λεπτοκαμωμενη κυρια που 'ρχοταν απ' αντικρυ -φουριοζα για την ηλικια της, θα ταν και γυρω στα εβδομηντα κατι- και τσουπ, πεφτει η μια στην αγκαλια της αλλης. Φιλες καρδιακες απο την Κρητη, η μια εμεινε στο νησι η αλλη παντρευτηκε αντρα απο αυτα εδω τα μερη. Ετσι τα 'φερε η ζωη και χωρισαν. Μα η μια ποτε δε ξεχασε την αλλη. Καθε τοσα χρονια η μια ξεκιναγε την αλλη να βρει, εστω για λιγες μερες. Τετοια αγαπη ειχανε. Και τωρα για εκπληξη προφανως , χωρις καμμια προειδοποιηση να την η μια ξανα στην αγκαλια της αλλης. Το βραδυ στα σιγουρα θα στρωνανε γλεντι. Ετσι το 'χαν συνηθειο καθε φορα που σμιγαν. Τα αλλα βραδια θα τα 'χαν για... τα δικα τους.
" Αχ φιλεναδιτσα μου καλη, ιντα γινεσαι βρε καλη μου.Πω πω πω τι εμορφιες ειναι αυτες! Βρε συ, ιδια εισαι στο καλο σου. Ιδια και καλυτερη σου λεω! Φτου σου κοπελαρα μου, φτου σου μη σε ματιαξω!
-Κι εσυ Ελενακι μου, νεοτατη και ομορφη , εκτακτη και με τον καλο το λογο οπως παντα!
-Ελα κοριτσακι μου , ελα να τα πουμε , τι εκπληξη θεουλη ηντανε και τουτη! Ωφου, ωφου, θα σπασει η καρδια μου αμπ' τση πολυ χαρα τση..."
Ειπαν, ειπαν και τι δεν ειπαν οι δυο φιλεναδες καθισμενες στο πεζουλι του μαγαζιου. Οση ωρα εμεινα για καφε (κι ηταν πολλη με δεδομενο πως στη συνεχεια ηπια κι ενα φραπε επιπλεον του πρωινου ελληνικου) με τις χουφτες τους μπλεγμενες της μιας στης αλλης , δε σταματησαν λεπτο. Τα λογια και τα χαμογελα το 'να πισω απο τ' αλλο. Σε λιγο ειχαν μαζευτει γυρω τους καμμια δεκαρια γειτονισες ακομη, να συμμετασχουν στη γιορτη και για τα "καλως ηρθες" και τα "καλως σας βρηκα" τα καθιερωμενα.
Ωρα αργοτερα , ισως και καμμια ωρα ολοκληρη, ελυσαν επιτελους τις χουφτες τους οι "αιωνιες φιλεναδες" και κινησαν ολοι για τα σπιτια τους να προλαβουν τα νεα στους δικους τους και να ετοιμαστουν για το βραδινο καλεσμα στην αυλη της κυρα Λενης.

Φσσσσιτ! Ακουσα τοτε ενα σφυριγμα τσομπανικο. Γυρισα να κοιταξω. Ο κυρ Αλεκος που 'χε ακουσει κι ειχε ερθει να δει το γιορτινο σαματα, εβαλε τον δεικτη του χεριου του στο μυαλο και μου 'κανε το νοημα που λεει: "Δε στα πα εγω? Εδω ειναι η ζωη εδω κι η ευτυχια..." Κουνησα το κεφαλι μου συγκαταβατικα προς τα κατω, σαν να καταλαβα απολυτως το νοημα του κι εκεινος ευχαριστημενος γυρισε προς το σπιτι του.

Εντωμεταξυ το ζαχαροπλαστειο ειχε γεμισει απο κοσμο. Ητανε Σαββατο κι οι περισσοτεροι πελατες ηταν αυτοι που'ρχονταν απ το απεναντι νησι με τα σκαφη τους εδω για πρωινο, για μπανιο και μετα για το σπουδαιοτερο! Για φρεσκο ψαρι στου Χαρουλη! Για την ωρα παραγγελναν τους "εσπρεσσι", τους φρεντο, τις ομελετες, τα τοστ και τα γλυκα τους, δυο δυο και πεντε πεντε!
Δυο ζευγαρια, να τρων για δεκα ατομα! Χρυσοχοοι ακουσα οι μεν, με
τη "μεγαλυτερη βιτρινα" απεναντι, νεοκοπος εργολαβος ο αλλος. Ο βοηθος του μαγαζιου ο Σταυρακος, ενα παιδακι μ ενα εμφανες προβλημα υγειας που του χε αφησει μια ιδιαιτεροτητα στην ομιλια και ενα προβλημα στην ακοη, ετρεχε ο φουκαρας σα το αλαφιασμενο κατσικι να προλαβει να εκτελεσει τις παραγγελιες και να αποφυγει τα "συμπονετικα σχολια" της "ακριβης πελατειας". Τουλαχιστον στο τελος θα 'χε μαζεψει κανα καλο μπουρμπουαρ...
Ειχε ερθει στα σιγουρα η ωρα να γυρισω στο δωματιο.
Ανηφοριζοντας το σοκακι κοντοσταθηκα στου κυρ Αλεκου. Ηταν καθισμενος στη βεραντα του και καθαριζε τα φασολακια. "Παω να ετοιμαστω κυρ Αλεκο" του ειπα. "Δεν αντεξες αλλο ε;" με ρωτησε και συνεχισε."Τα ειδες; Καθε Σαββατοκυριακο τα ιδια βλεπεις... Μα συρε τωρα εσυ παληκαρι μου να ετοιμαστεις κι εδω ειμαστε παλι. Αιντε κι ειναι ωραια η μερα".

Τα παιδια ειχαν ξυπνησει κι ηταν ετοιμα για την παραλια. Τα χαιδεψα τρυφερα,
φορτωθηκα τα απαραιτητα, εδωσα ενα φιλι στη γυναικα μου και της ειπα:
"Η θαλασσα γυναικα ειναι λαδι". Παμε κατα τα βραχια. Εκει που 'χει ριζωσει κι η συκια... Παμε και θα 'ναι ωραια η μερα..."

7 σχόλια:

monahikoslikos είπε...

Τα καλά τα κρατάς για πάρτη σου, ούτε μια γενική άποψη της παραλίας δεν μας αξίωσες να δούμε μην και ανακαλύψουμε τον παράδεισό σου...
Ας είναι έτσι κι αλλιώς εμείς αθηνοκεντρικά διακοπεύσαμε...

Μαύρος Γάτος είπε...

Ναι, εκεί είναι το νόημα... Στα βράχια! Και στις γλυκές στιγμές. Καλημέρα φίλε

Στρατος "exoaptonkyklo" Ραπτοπουλος είπε...

@ Οχι φιλε λυκε.
Αν διαβασεις στα ταξιδωτικα μου θα βρεις εκτενες αρθρο με φωτογραφιες απο τον δικο μου παραδεισο.Αν παλι βαριεσαι να σου πω, το ονομα αυτου Κατηγιωργης Ν.Πηλιο, απεναντι ακριβως απ τη Σκιαθο.

@ Καλημερα και σε σενα φιλε γατε.

monahikoslikos είπε...

Ήμουνα σχεδόν βέβαιος ότι είναι ο Κατηγιώργης αλλά με μπέρδεψες με τα ζαχαροπλαστεία κλπ.
Βλέπεις όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα πιο παρθένος...
Ε, ρε τσίπουρα που έχω πιει με φεγγαράδα στην αμουδιά του...

Vicky είπε...

Ανανεωμένο και ήρεμο κείμενο. Πράγματι απλό, όπως του αρμόζει.

Την καλησπέρα μου. :)

phlou...flis είπε...

Καλησπέρα και καλώς σας βρίσκω.
Λέω να ξεκινήσω αστειευόμενος. Ομορφη και μακροσκελής η περιγραφή περί του ...απλού. Μου θυμίζει την ιστορία για κάποιον που είχε την ικανότητα να μιλά ώρες για την αξία της ...σιωπής.
λοιόν, τον Κατηγιώργη λίγοι τον γνώρισαν, πολλοί τον αγάπησαν. Μεταξύ αυτών και η αφεντιά μου.

naya είπε...

Πραγματικα με ταξιδεψες σημερα!Κ πραγματικα θελω να φυγω απ την Αθηνα(μονιμα!)
:)