25/12/07

(Για τις γιορτες) Σας χαριζω ενα ...λογο ασυνηθιστο.

Το δικο μου δωρο προς ολους τους φιλους για τις γιορτες ,σκεφτηκα να ναι καποια αποσπασματα απο το λογο ενος ανθρωπου-παπα, οπως ειπωθηκαν απο τον ιδιο κατα την ενθρονιση του ως Μητροπολιτης Μεσογαιας - Ανατολικης Αττικης και που πιστευω αποκαλυπτουν ενα λογο ανθρωπινο με ενδιαφερον μα εντελει ασυνηθιστο στις μερες μας.

"Με αισθήματα βαθιάς εσωτερικής συνοχής αυτή τη στιγμή βρίσκομαι ανάμεσά σας, μπροστά στην ευθύνη του εαυτού μου, κυρίως όμως ενώπιον του Θεού...
...Αυτή την ώρα νοιώθω γυμνός
από την επιφανειακή τιμή και λαμπρότητα των φαινομένων, ξένος από τη χαρά και την ατμόσφαιρα της πανηγύρεως. Αντικρίζω μόνον τη βαρύτητα της αποφάσεώς Σας, το μέγεθος των προσδοκιών της Εκκλησίας μας, την πυκνότητα των στιγμών, την ευθύνη μου ενώπιον του Θεού , την αδυναμία και παράλληλη υποχρέωσή μου να αξιολογήσω το γεγονός, την άγνωστη σε μένα αλλά ιερή βούληση του Θεού.
Γι’ αυτό και επιτρέψτε μου, σαν αντίδωρο της σημερινής δικής Σας ιερής παρουσίας, να μην εκθέσω σκέψεις και οράματα, αλλά να εκφράσω το βάθος των εσωτερικών διλημμάτων μου και να καταθέσω την ειλικρινή εξομολόγησή μου.

Πρέπει να ομολογήσω τη δυσκολία που έχω μέσα μου αυτές τις μέρες.
Αισθάνομαι πως το όραμα της προσωπικής μου κλήσεως, αυτό που με μεταμόρφωσε από επιστήμονα σε ιερέα και μοναχό, έχει πλέον απομυθοποιηθεί, χωρίς να καταλάβω πώς.
Ο στόχος του απολύτου έχει νοθευτεί από το μικρόβιο της υποχώρησης και τη δικαιολογία του εσωτερικού συμβιβασμού.
Αντιλαμβάνομαι πως έχω μεγάλες αδυναμίες για την αποστολή για την οποία με προορίζετε, πως αυτό που μου αναθέτετε με υπερβαίνει.
Δεν είμαι ούτε αυτός που φαντάζεσθε ούτε και αυτός που ακούγεται.
Είμαι απόλυτος άνθρωπος, δυσκολεύομαι εσωτερικά να συμβιβασθώ, αδυνατώ να κατεβάσω το κριτήριο ή να στενέψω τον ορίζοντα των προοπτικών μου. Φοβούμαι πως ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν συμβαδίζει με την αποστολή του επισκόπου.
Ούτε όμως και η αποστολή αυτή με ενθουσιάζει, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζω.
Προσπαθώ να ταιριάσω την εικόνα μου στο πλαίσιο της αρχιερατικής διακονίας και παραμορφώνομαι. Συγχωρέστε με που δημόσια θα εκφράσω ακριβώς αυτό που αισθάνομαι.
Πως;
Πώς να ανταλλάξω το γλυκόηχο όνομα του πατέρα με τον σκληρό τίτλο του δεσπότη;
Πώς να θυσιάσω τη ζεστή προσφώνηση του παπά στην καταιγίδα των υπερθετικών προσωνυμίων;
Πώς, ενώ δεν έχω μισθό και περιουσία, τώρα να περιμένω τη μηνιαία επιταγή;
Πώς, ενώ έμαθα να θαυμάζω την απλή αμφίεση που θυμίζει τους πρεσβυτέρους της Αποκαλύψεως, τώρα να ταυτισθώ με την πολυτελή εμφάνιση που παραπέμπει στη ζωή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων;
Πώς, ενώ με συγκινεί το στασίδι της προσευχής, τώρα να ανεβώ στο θρόνο της εξουσίας και τιμής;
Θα έπρεπε να ομολογήσω πως νοιώθω και ανέτοιμος.
Ούτε όραμα προς αυτήν την κατεύθυνση έχω ως τώρα γεννήσει ούτε και γνώση της επισκοπικής αποστολής διαθέτω. Η αρχιεροσύνη, κατανοώ, είναι η τέλεια και πλήρης ιεροσύνη, αλλά για μένα ήταν κάτι πού μεγάλο, που δεν μπορούσε να χωρέσει στα στενά των ενδιαφερόντων μου ή να προβληθεί στο επίπεδο των μυωπικών προοπτικών μου. Ήταν κάτι που περισσότερο το θαύμαζα και καθόλου δεν επιθυμούσα.
Κάτι πολύ μεγάλο μέσα μου, αλλά για άλλους, παρά ένας στόχος για μένα.
Κάτι που, κι αν το μελετούσα και ξόδευα χρόνο μαζί του, δεν θα το κατανοούσα.
Ομολογώ ότι αναλαμβάνω μια τεράστια ευθύνη - δυσανάλογα μεγάλη προς τη φαινομένη τιμή - όντας όμως συνειδητά εντελώς ανέτοιμος.
Λυπούμαι πραγματικά μήπως ο κόσμος της Ανατολικής Αττικής, της Μεσογαίας και Λαυρεωτικής πληρώσει το τίμημα του αιφνιδιασμού μου και της ενδεχομένως απερίσκεπτης συγκαταθέσεώς μου.
Αλλά και οι πολυδιαφημιζόμενες ικανότητες και τα χαρίσματά μου δεν νομίζω πως αποτελούν προσόν αλλά μάλλον μειονέκτημα, διότι απομακρύνουν την ελπίδα του «σημείου» και της θεϊκής επέμβασης από τη διακονία μου.
Το να τα καταφέρει ένας έξυπνος, ικανός ή μορφωμένος δεν ξενίζει.
Το να πετύχει όμως ένας απλός και ασήμαντος άνθρωπος στο ιερό έργο της αποστολής του, αυτό αποκαλύπτει το Θεό.
Είμαι και θεολογικά πτωχός.
Πώς λοιπόν να αναλάβω μια διακονία που το βασικό της στοιχείο είναι η βιωμένη θεολογία; Ούτε ο τύπος μου, ούτε οι γνώσεις μου, ούτε η ζωή μου, ούτε ο προσανατολισμός μου, ούτε η λογική, ούτε το συναίσθημα, ούτε η βούλησή μου φαίνεται να συνεργάζονται προς την προοπτική της αρχιεροσύνης. Αυτός είναι ο λόγος που πάντοτε απέφευγα να συναινέσω προς μια τέτοια εξέλιξη στη ζωή μου.
Το σφυροκόπημα όλων αυτών των σκέψεων με οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι οι άξιοι δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας ή υπάρχουν μεν, αλλά η Εκκλησία δεν τους αναγνωρίζει ή τους βλέπει, αλλά δεν τους θέλει. Μόνον έτσι θα μπορούσε να καταλήξει στη δική μου επιλογή, στην άκομψη ομολογία της τραγικής έλλειψης προσώπων...
Η συγγνωμη...
Και τώρα; Τώρα ψάχνω το ένα και μοναδικό “σημείο” της συναινέσεώς μου και δεν το βρίσκω. Τον ένα λόγο της συγκαταθέσεώς μου και δεν υπάρχει. Την λογική της πράξεως μου και δεν την αναγνωρίζω. Σκανδαλίζομαι με τον εαυτό μου. Αφού καταλαβαίνω ότι η Εκκλησία μας προτιμά τη συστολή και άρνησή μου, γιατί εγώ ξεγελάστηκα και συναινώ;
Το μόνο που μου μένει είναι να ζητήσω δημόσια συγγνώμη από τον Κύριον και την Εκκλησία Του για το αμάρτημα της αποδοχής μου.
Από την άλλη πάλι πλευρά, ίσως η ευκολία των αρνήσεών μου να αποτελεί παγίδα ψευτοταπεινοφροσύνη ή, στην καλύτερη περίπτωση, έκφραση ιδιορρυθμίας, ίσως δειλίας ή πάλι ανεπίτρεπτα προκλητικής παρρησίας.
Γνωρίζετε Εσείς, Μακαριώτατε, πως εγώ ο ίδιος Σας αρνήθηκα τη έγγραφή μου στον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατείαν προ τεσσάρων περίπου ετών, η οποία τελικά έγινε κατά την απουσία μου στο Αγιον Ορος. Παρά την ευγενή και ταπεινή πίεσή Σας, δεν δέχθηκα την τιμητική για μένα θέση του εκπροσώπου Σας, μάλιστα σε ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την Εκκλησία μας.
Αργότερα, αρνήθηκα επίμονη πρότασή σας να εκλεγώ επίσκοπος με τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ πως απαξιώνω την αρχιεροσύνη. Προ διμήνου, όταν πληροφορήθηκα την εμπλοκή που προκαλεί το πρόσωπό μου στην όλη πορεία του εκκλησιαστικού προβλήματος, σας ξαναπρότεινα - εγγράφως αυτή τη φορά - τη διαγραφή το ονόματός μου από τον περίφημο κατάλογο.
Παρά ταύτα, αυτή τη στιγμή υπάρχει μπροστά μου η απόφασή Σας, που περιμένει άμεσα την υλοποίησή της.
Το ελαφρυντικο...
Όλα μου δείχνουν ότι η εκλογή μου για τη Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής δεν έχει καμία σχέση με τις επιλογές μου, κάτω δε από τις παρούσες συνθήκες δεν αποτελεί με κανένα τρόπο τιμή, αλλά μόνον ξεκάθαρη περιπέτεια και ίσως βαριά δοκιμασία, πράγματα που μου αποκλείουν κάθε δικαίωμα να αρνηθώ το σταυρό μου και καθιστούν την ενδεχόμενη άρνησή μου μεγαλύτερο αμάρτημα από την ταπεινή, χωρίς καμία λογική, συναίνεσή μου. Αυτό είναι το μόνο ελαφρυντικό μου.
Βέβαια, υπάρχει «η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληροί τα ελλείποντα». Εφόσον έτσι οικονόμησε ο Θεός, κάτι θα γίνει και με την περίπτωσή μου.

Εφόδιό μου δεν είναι ασφαλώς η ικανότητα προς άσκηση της αρχιεροσύνης. Εφόδιό μου είναι η ως τώρα εμπειρία της ιεροσύνης. Από αυτήν αντλώ την ελπίδα μου. Την αγάπησα όσο τίποτε άλλο. Μου μίλησε περισσότερο από οτιδήποτε στη γη. Αγκάλιασα το ιερό θυσιαστήριο και καθημερινά καταφιλώ το πετραχήλι μου. Με θάμπωσε τόσο πολύ και μου μίλησε τόσο βαθιά, που ποτέ δεν διέκρινα στο στερέωμα των δικών μου οραμάτων και προσδοκιών κάτι άλλο ή επιπλέον. Η ιεροσύνη είναι το όλον και το τέρμα μου. Ο Θεός μέσα στην εμπειρία της με πλημμύρισε με σημεία. Μόνον κάτι πολύ εντυπωσιακό και μοναδικό θα έπρεπε να μου αλλάξει την πορεία. Είδα θαύματα. Έζησα ευλογίες. Πίστεψα με όλα τα κύτταρα της υπάρξεώς μου. Μπορώ να πω, Μακαριώτατε, εν μέσω του λαού και ενώπιον του Θεού, πως νοιώθω τη χαρά Του «εν εμοί πεπληρωμένην».
Αν αυτή είναι η λειτουργική ταυτότητά μου, υπάρχει και η ποιμαντική. Κατά το πρότυπο του προστάτου μου, Aγίου Νικολάου, προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να αγκαλιάσω τον πόνο των αδελφών μου, να συμπαθήσω στη δοκιμασία, να περιποιηθώ τις πληγές της αμαρτίας, να αναδεχθώ τις αναζητήσεις, τις αμφιβολίες, την εσωτερική σύγχυση που γεννά η λαθεμένη αίσθηση ενός Θεού που αγαπά να απουσιάζει, να είναι αφηρημένος, να συγγενεύει περισσότερο με τη φαντασία παρά με την πραγματικότητα.
Πρέπει να Σας διαβεβαιώσω ότι το πετραχήλι μου είναι κουρελιασμένο από τη χρήση. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που δικαιολογούσε κάθε εσωτερική άρνηση να εγκαταλείψω τις ψυχές που μου εμπιστεύθηκε ο Θεός προαγόμενος σε επισκοπική διακονία.
Η μόνη μου παρηγοριά τώρα είναι η γεωγραφική εγγύτητα με τους ανθρώπους αυτούς, μαζί με τους οποίους μοιραστήκαμε τα προβλήματα, τις χαρές, την αναζήτηση και την ανάγκη του Θεού.
Ο μοναχος...
Στην Εκκλησία εγώ έμαθα να λατρεύω ένα Θεό, που η αγάπη Του Τον κάνει περισσότερο να ηττάται και να υποχωρεί παρά να νικάει και να διεκδικεί. Αυτή η λογική και μόνο αποτελεί το λόγο της αγάπης μου στην Εκκλησία και το θεμέλιο της ως τώρα και από ’δω και πέρα διακονίας μου.
Γι’ αυτό, και ενώ γίνομαι επίσκοπος, συνειδητά επιλέγω ως πρότυπο ζωής αυτό του μοναχού. Με αυτόν το στόχο ξεκίνησα, με τον ίδιο και θέλω να ξοφλήσω το επίγειο χρέος μου, με αυτή την κληρονομιά επιθυμώ να ταξιδεύσω την αιώνια πορεία μου.
Για το λόγο αυτόν, εκφράζω δημόσια την επιθυμία μου - και προς τους πολιτικούς μας άρχοντες - να μη με μεταχειρισθείτε ως ανώτατο δημόσιο υπάλληλο με μηνιαίο μισθό και δώρο εορτών και θερινών διακοπών, με παραστάσεις σε δείπνα, δεξιώσεις, παρελάσεις και εγκαίνια.
Λέξεις όπως μισθός, σύνταξη, ιδιοκτησία, ασφάλεια ζωής, διακοπές, προσωπικές φιλίες, τιμητικές διακρίσεις κ.λ.π., που δεν έχουν καμία σχέση με τη μοναχική ζωή, θα ήθελα να παραμείνουν ξένες προς το λεξιλόγιο της προσωπικής μου πολιτείας. Στην καρδιά μου αντηχεί η πεποίθηση ότι ο ιερέας πρέπει να είναι ο φτωχότερος από τους πιστούς και ο επίσκοπος ο φτωχότερος από τους ιερείς. Το πρώτο δεν το επιβάλω σε κανέναν. Το δεύτερο, όμως, αποτελεί για μένα αδιαπραγμάτευτο όρο και απαράβατο στόχο ζωής.

Δεν θα ήθελα να πληρώνομαι, αλλά μόνον να ξοδεύομαι.
Ούτε να ασφαλίζομαι στις επίγειες τράπεζες αλλά στην Αγία Τράπεζα, ούτε να ξεκουράζομαι μακριά από τα βάσανα και τους αγώνες του ποιμνίου μου στις όμορφες γωνιές αυτού του κόσμου, αλλά να αναπαύομαι μέσα στη δρόσο της καμίνου των δοκιμασιών όλων μας. Η ζωή μου επιθυμώ να μη θυμίζει σε μεγαλοπρέπεια την εις επίσκοπον χειροτονία μου, αλλά σε λιτότητα και αναζήτηση μυστικού βάθους τη μοναχική κουρά μου.
Οι ευχαριστιες...
Παρά το ξεχείλισμα της ευγνωμοσύνης που νοιώθω απέναντι όλων υμών, επιτρέψτε μου κατακλείοντας να μην ευχαριστήσω δια στόματος και φραστικής αναφοράς κανέναν.
Δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω να μεταμορφώσω το μυστήριο της ιεροσυνοδικής αποφάσεως σε αποτέλεσμα επίγειων επιλογών και να μολύνω την απροσμέτρητη ιερότητα αυτών των στιγμών με υποψίες κοσμικής ευγένειας και αβροφροσύνης.
Θα αποφύγω, λοιπόν, κάθε αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα της ως τώρα ζωής μου, στον πιστό λαό που σε λίγο θα πάρει την ευθύνη να επικυρώσει την ιεροσυνοδική απόφαση, σε κάποιους που πίστεψαν στην εκλογή μου, στους γονείς, τα αδέλφια και συγγενείς μου, στους πνευματικούς πατέρες και γεροντάδες μου, στην προσφιλή πνευματική οικογένειά μου στο Μετόχι της Αναλήψεως, ακόμη και σε Σας, Μακαριώτατε, που κάτω από τόσο λεπτές και δύσκολες συνθήκες διακινδυνεύετε τη χειροτονία μου.
Θα αρκεσθώ μόνο στην έκφραση της μυστικής ευγνωμοσύνης μου για τη σημερινή λειτουργική παρουσία σας, γιατί όλοι εσείς, επίσκοποι και κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, αναλαμβάνετε την ευθύνη να προσδιορίσετε το θέλημα του Θεού στη ζωή μου.

Αυτή τη στιγμή δεν ζητώ τις κοινωνικές ευχές Σας. Ζητώ τις προσευχές σας.
Δεν θα ήθελα η χειροτονία μου να κλείσει με χειροκροτήματα.
Θα προτιμούσα η νέα μου ζωή να ανοίξει με κραυγές ικεσίας.
Με την πεποίθηση ότι η εκλογή μου δεν αποτελεί επιβράβευση, αλλά δοκιμασία,
ότι την τιμή μπορώ να την αρνηθώ όχι όμως και τον σταυρό μου, ότι η βούληση του Θεού δεν εκφράζεται με τις επιλογές μου, αλλά φανερώνεται με τις αποφάσεις Σας.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι άγιοι αρχιερείς, αγαπητοί συμπρεσβύτεροι, προσφιλείς διάκονοι, πιστέ λαέ του Θεού, στην κρίση, τη βούληση και τη συνείδησή σας παραδίδω το μέλλον και τη ζωή μου."

«Eγώ δε ουκ απειθώ, ουδέ αντιλέγω» και ουδέ αντιλέγω σημαίνει ουδέ καν διερωτώμαι.
«Κύριε, ποίησον με οίον θέλεις και ως θέλεις· κôν θέλω καν μη θέλω».
«Αυτώ πρέπει πάσα τιμή, προσκύνησις, δόξα και κράτος εις τους αιώνας. Aμήν.

Μητροπολιτης Μεσογαιας και ανατολικης αττικης Νικολαος.

Εχει πει...
" Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς, όπως μας λένε οι επιστήμονες, τόσο η βαρύτητα αδυνατίζει., τόσο λιγότερο αισθάνεται την έλξη της γης, τόσο χαλαρώνουν οι δεσμοί μαζί της, τόσο πιο εύκολα μπορεί να αποχωρισθεί από την απαιτητική και διεκδικητική παρουσία της, τόσο πιο ανάλαφρος γίνεται. Άλλα και τόσο πιο κοντά αισθάνεται προς τον ουρανό, ο όποιος είναι μεν ασαφής, άλλα είναι τόσο υπαρκτός και τόσο ποθητός! Αν και λιγότερο ψηλαφητός, μοιάζει πιο αληθινός από τη γη. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς, τόσο ο αέρας καθαρίζει, η ακοή εκλεπτύνεται, ο ορίζοντας διευρύνεται, η σχέση με το αληθινό εντείνεται. Η αλήθεια είναι πιο πειστική από την πραγματικότητα..."

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Παπάς μ΄αρχίδια δηλαδή!

Ανώνυμος είπε...

Mακαρι να ναι ετσι...